- κρυπτῶς
- D0-0-0-0-3=3 Tob 12,6; 1 Mc 10,79in secret, secretly 1 Mc 10,79; in secret, apart Tob 12,6
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κρυπτώς — (AM κρυπτῶς) βλ. κρυπτός … Dictionary of Greek
κρυπτῶς — κρυπτός hidden adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek